- σμπάρο
- σμπάρο, το και σμπάρος, ο(λ. ιταλ.), βλήμα κυνηγετικού όπλου: Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σμπάρο — το, και σμπάρος, ο, Ν 1. πυροβολισμός 2. βλήμα όπλου 3. φρ. «μ έναν σμπάρο δυο τρυγόνια» με μία ενέργεια διπλό όφελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbarro] … Dictionary of Greek
δύο — και δυο (AM δύο) 1. ο αριθμός που προκύπτει αν προστεθεί μία μονάδα σε άλλη, ο πρώτος ακέραιος αριθμός μετά τη μονάδα 2. «δύο δύο» ή «δυο δυο» κατά ζεύγη, σε ομάδες ανά δύο νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ημερομηνία) δεύτερος («στις δύο τα… … Dictionary of Greek
σμπαράρω — Ν 1. ρίχνω σμπάρο, πυροβολώ 2. σπάζω, θρυμματίζω 3. (για πυροβόλο) εκπυρσοκροτώ 4. σχίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sbarrare «κλείνω, φράζω, συσφίγγω»] … Dictionary of Greek